- Ακαρνάν
- (-άνος), ο (Α Ἀκαρνάν)αυτός που κατάγεται από την Ακαρνανία ή κατοικεί εκεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαρνάν — ἀκαρνάν ( ᾱνος), ο (Α) είδος ψαριού, πιθανώς το λαβράκι (Αθήν. 8.356b). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να είναι δάνειο από το προελληνικό γλωσσ. υπόστρωμα. Ο τ. ἀκάρναξ τού Ησύχ., αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γραφή των χειρογράφων, οφείλεται πιθ. σε… … Dictionary of Greek
Ἀκαρνάν — Ἀκαρνά̱ν , Ἀκαρνάν masc nom/voc sg Ἀκαρνάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… … Dictionary of Greek
Ἀκαρνᾶνα — Ἀκαρνάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶνας — Ἀκαρνάν masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶνε — Ἀκαρνάν masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶνες — Ἀκαρνάν masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶνος — Ἀκαρνάν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶσι — Ἀκαρνάν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀκαρνᾶσιν — Ἀκαρνάν masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)